- χρωματοποιός
- boya üreten
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χρωματοποιός — ο, Ν χρωματουργός, παρασκευαστής χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] … Dictionary of Greek
χρωματοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει χρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρωματοποιείο — το, Ν χρωματουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοποιός + κατάλ. είο (πρβλ. σχολ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
χρωματουργός — ο χρωματοποιός, αυτός που κατασκευάζει χρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)